- Πάσιος
- ὁ, Α [πᾱσις]1. προσωνυμία τού Διός2. ονομασία μήνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πασίου — Πᾱσίου , Πάσιος masc gen sg Πασίης masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πασίων — Πᾱσίων , Πάσιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάσιον — Πά̱σιον , Πάσιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)